- σπινιάρω
- Νδίνω απότομη και μεγάλη ώθηση κατά την εκκίνηση τού αυτοκινήτου πατώντας δυνατά το γκάζι και αφήνοντας απότομα τον συμπλέκτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spingere «σπρώχνω, διεγείρω, υποκινώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπινιάρισμα — το, Ν [σπινιάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σπινιάρω … Dictionary of Greek